- ζυμωτήριο
- το1. σκάφη ζυμώματος2. ζυμωτική μηχανή, μηχάνημα με το οποίο γίνεται η ανάμιξη και η μάλαξη τής ζύμης τού ψωμιού ή άλλης ζυμοειδούς μάζας3. το εργοστάσιο ή το τμήμα τού εργοστασίου όπου γίνεται η ζύμωση αλεύρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω. Η λ. στον λόγιο τ. ζυμωτήριον μαρτυρείται από το 1883 στον Στέφ. Π. Εμμ. Γιαννόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.